- παράτριμμα
- παρά-τριμμα, ατος, τό,A abrasion caused by friction in riding or walking, intertrigo, Dsc.1.39, Antyll. ap. Orib. 10.24.10, Gal.13.395, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράτριμμα — abrasion caused by friction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… … Dictionary of Greek
παρατριμμάτων — παράτριμμα abrasion caused by friction neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρίμμασι — παράτριμμα abrasion caused by friction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρίμματα — παράτριμμα abrasion caused by friction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρίμματος — παράτριμμα abrasion caused by friction neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράψησις — ήσεως, ἡ, Α το παράτριμμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψησις < θ. ψη τού ρ. *ψήω «τρίβω» (βλ. λ. ψήχω)] … Dictionary of Greek